- πρακτοῖς
- πρακτόςthings to be donemasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτευκτικός — ἐπιτευκτικός, ή, όν (Α) [επιτευκτός] 1. ικανός να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ εὐβουλία ἕξις... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῑς πρακτοῑς βελτίστων», Αριστοτ.) 2. απόλ. επιτυχής, αποτελεσματικός («πάντας εἰς αληθινὴν ἄσκησιν καὶ ζῆλον ἐπιτευκτικόν… … Dictionary of Greek